Dictionary of Greek. 2013.
νυκτιλοχώ — νυκτιλοχῶ, έω (Α, Μ νυκτολοχῶ, έω) [νυκτιλόχος] στήνω ενέδρα, παραμονεύω κατά τη διάρκεια τής νύχτας … Dictionary of Greek